ὑποψία

ὑποψία
ὑπ-οψία, later [full] ὑφοψία (first in PSI4.340.14 (iii B. C.)), [dialect] Ion. [full] ὑποψίη, : (ὑφοράω, [tense] fut. ὑπόψομαι):
I of the subject, suspicion, ill-feeling,

ὑποψίην ἔς τινα ἔχειν Hdt.3.52

, cf. Th.4.27
, And.1.68;

τὰ ἴχνη τῆς ὑ. φέροντα εἴς τινα Antipho 2.3.10

;

μεστὸς ὑποψίας Lys.1.17

;

ὑ. πρός τινα D.48.18

, Plu.Cic.43;

ὑ. λαμβάνειν κατά τινος D.29.24

;

αἱ τῶν μετεώρων ὑ. Epicur.Sent.11

;

τὸ σκότος ἐν ὑποψίᾳ ποιούμενος Aeschin.1.10

; ἐν ὑποψίαις, δι' ὑποψίας ἔχειν τινά, Plu.Pyrrh.23, Cat.Ma.23; ὑ. γίγνεται, εἰσῆλθέν τινι, Th.2.13, Pl.Ly.218c; ἐς ὑ. καθιστάναι τινά to bring him into suspicion, Th.5.29;

ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους ποιεῖν Lys. 25.30

; opp. εἰς ὑποψίας ἐμπεσεῖν, Antipho 2.2.3.
2 of the object, ὑ. εἶχον were regarded with suspicion, Hdt.9.99; πολλὰς ἔχει ὑ. admits of suspicions, Pl.Phd.84c; ὑ. ἐνδιδόναι ὡς . . Id.Lg.887e;

ὑ. παρέχειν Th.1.132

, cf. Phld.Piet.111;

ὑ. παρέχειν μὴ εἶναί τι Pl.Mx.247e

: Astron., ἡ πρώτη ὑ. the first time the observer suspects he has been a star rising, the first glimpse, Ptol.Alm.8.6.
b apprehension,

ὁ κατὰ τὴν ὑ. φόβος Epicur.Sent.34

; φόβος καὶ ὑ. Polystr.p.7 W.;

αἱ τῶν μετεώρων ὑ. καὶ αἱ περὶ θανάτου Epicur.Sent.11

.
II jealous, censorious watch,

ἡ πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐπιτηδευμάτων ὑ. Th.2.37

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποψία — ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc/acc dual ὑποψίᾱ , ὑποψία suspicion fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψία — η / ὑποψία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑποψίη, και ὑφοψία, Α [ὕποπτος] το να υποπτεύεται κανείς κάποιον ή κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, υπόνοια, δυσπιστία, αμφιβολία (α. «έχω υποψίες ότι δεν είναι αυτός που φαίνεται» β. «ὑποψίας μεστός», Λυσ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ὑποψίᾳ — ὑποψίαι , ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψία — η το να υποπτεύεται κανείς κάτι, έλλειψη εμπιστοσύνης, αμφιβολία με ανησυχία, υπόνοια: Αυτός συγκεντρώνει τις υποψίες για το έγκλημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπόψια — ὑπόψιος viewed from beneath neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίας — ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem acc pl ὑποψίᾱς , ὑποψία suspicion fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαι — ὑποψία suspicion fem nom/voc pl ὑποψίᾱͅ , ὑποψία suspicion fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαν — ὑποψίᾱν , ὑποψία suspicion fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψιῶν — ὑποψία suspicion fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίαις — ὑποψία suspicion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψίην — ὑποψία suspicion fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”